- διακόνισσα
- διακόνισσαdeaconessfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διακόνισσα — η (AM διακόνισσα) γυναίκα που φροντίζει τον ναό, νεωκόρος νεοελλ. 1. σύζυγος τού διακόνου 2. γυναίκα που υπηρετεί σε θρησκευτικό, φιλανθρωπικό ίδρυμα αρχ. ασκήτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < διάκονος + (επίθημα) ισσα (πρβλ. συντρόφισσα) Η λ. διακόνισσα… … Dictionary of Greek
διακόνισσα — η 1. γυναίκα που εκτελεί διακονικά καθήκοντα στην εκκλησία. 2. σύζυγος του διακόνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακονίσσας — διακονίσσᾱς , διακόνισσα deaconess fem acc pl διακονίσσᾱς , διακόνισσα deaconess fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακονισσῶν — διακόνισσα deaconess fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακονίσσαις — διακόνισσα deaconess fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακονίσσης — διακόνισσα deaconess fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακονίσσῃ — διακόνισσα deaconess fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόνισσαι — διακόνισσα deaconess fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόνισσαν — διακόνισσα deaconess fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Diakonisse — Diakonissen beim Verteilen von Carepaketen der Inneren Mission Eine Diakonisse (weibliche Form von altgriechisch διάκονος diákonos ‚Diener, Knecht‘;[1] neugriechisch … Deutsch Wikipedia